- χειριστικόν
- χειρ-ιστικόν, τό,A salary of χειριστής, PTeb. 121.49 (i B.C.).II ledger, POxy.1257.10 (iii A.D.), etc.2 Adj. [suff] χειρ-κός, ή, όν, entered in a list, κατ' ἄνδρα χ. πυρός ib.1444.4 (iii A.D.), 1526.4 (iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.